χάλης

χάλης
χάλις
neat wine
masc nom/voc pl (doric aeolic)
χαλάω
Aër.
imperf ind act 2nd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Χάλης, Βασίλειος — (1785 – 1846). Κρητικός αγωνιστής του 1821. Μυήθηκε στα μυστικά της Φιλικής Εταιρείας και το 1820, γυρίζοντας από τα εμπορικά ταξίδια του στην Κρήτη, έφερε μαζί του όπλα. Πρωτοστάτησε στην οργάνωση του επαναστατικού αγώνα και πήρε μέρος στη… …   Dictionary of Greek

  • Βέμπερ, Βίλχελμ Έντουαρντ — (Wilhelm Eduard Weber, Βίτενμπεργκ 1804 – Γκέτινγκεν 1891). Γερμανός φυσικός. Ήταν γιος θεολόγου και αδελφός του Ερνστ Χάινριχ Β. (βλ. λ.). Υπήρξε καθηγητής της φυσικής στα πανεπιστήμια της Χάλης (1828) και του Γκέτινγκεν (1831), αλλά το 1837… …   Dictionary of Greek

  • Λέρου, Καλύμνου και Αστυπάλαιας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με κανονική εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Έδρες της είναι η Λέρος, η Κάλυμνος και η Αστυπάλαια. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 40 ενοριακοί ναοί, όπου υπηρετούν 47 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη… …   Dictionary of Greek

  • Πλίκερ, Ιούλιος — (Plücker, 1801 – 1868). Γερμανός μαθηματικός και φυσικός. Διετέλεσε διαδοχικά καθηγητής στα πανεπιστήμια του Βερολίνου, της Χάλης και της Βόνης. Οι επιστημονικές του εργασίες αφορούσαν βασικά τη γεωμετρία. Γενίκευσε την έννοια των συντεταγμένων… …   Dictionary of Greek

  • Ράιλ, Γιόχαν Kρίστιαν — (Reil, 1759 – 1813). Γερμανός ανατόμος και φυσιολόγος. Διετέλεσε διαδοχικά καθηγητής των πανεπιστήμιων Χάλης και Βερολίνου (1788, 1810) και υπήρξε από τους κύριους αντιπρόσωπους του ζωισμού στη Γερμανία. Νεωτεριστικές για την εποχή υπήρξαν οι… …   Dictionary of Greek

  • Τσήγκλερ, Καρλ — (Ziegler, Έλσε – Έσεν 1898). Γερμανός χημικός. Καθηγητής της χημείας στο Ινστιτούτο του Μάρμπουργκ, αργότερα στα πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης και Χάλης, και από το 1943 διευθυντής του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ του Μίλχαϊμ (Ρουρ). Ασχολήθηκε με την… …   Dictionary of Greek

  • Φρίντενσμπουργκ, Βάλτερ — (Friedensburg, Αμβούργο 1855 – Βερνιγκερόντε 1938). Γερμανός ιστορικός. Ήταν καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Χάλης (1889) και στη συνέχεια γενικός γραμματέας του Πρωσικού Ιστορικού Ινστιτούτου της Ρώμης και διευθυντής των αρχείων του κράτους του… …   Dictionary of Greek

  • Φρίντμπεργκ, Εμίλ Άλμπρεχτ — (Friedberg, Κόνιτς 1837 – Λειψία 1910). Γερμανός θεολόγος, προτεστάντης και εκκλησιαστικός ιστορικός. Δίδαξε εκκλησιαστικό και κανονικό δίκαιο στα πανεπιστήμια της Χάλης (1865), του Φράιμπουργκ (1868) και της Λειψίας (1873) και ήταν ένας από τους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”